θρασυγυιος

θρασυγυιος
    θρασύγυιος
    θρᾰσύ-γυιος
    2
    (σῠ) с отважными членами, т.е. добытый отвагой
    

(νίκα Pind.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "θρασυγυιος" в других словарях:

  • θρασύγυιος — θρασύγυιος, ον (Α) (για αθλητή) αυτός που έχει δυνατά μέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ * + γυιος < γυῖον «μέλος τού σώματος» (πρβλ. βαρύ γυιος, εύ γυιος)] …   Dictionary of Greek

  • θρασύγυιον — θρασύγυιος strong of limb masc/fem acc sg θρασύγυιος strong of limb neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρασυγυίου — θρασύγυιος strong of limb masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρασυ- — πρώτο συνθετικό λέξεων κυρίως τής Αρχαίας Ελληνικής και λίγων τής Μεσαιωνικής και Νέας, το οποίο χαρακτηρίζει το β συνθετικό με τις σημασίες: α) θαρραλέος, τολμηρός, ανδρείος πρβλ. θρασύπονος αρχ. θρασύβουλος, θρασύγυιος, θρασυεργός, θρασύθυμος,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»